- ἐμπροσθίδιος
- ἐμπροσθ-ίδιος, α, ον, = sq., A.D. Adv.157.2, PMag.Berol.2.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπροσθίδιος — ἐμπροσθίδιος, α, ον (Α) ο εμπρόσθιος … Dictionary of Greek
ἐμπροσθίδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθιδίου — ἐμπροσθίδιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)